Σάββατο 2 Απριλίου 2016

140 περίπου



Έσφιγγε την κάρτα επιβίβασης στην τσέπη.  Η καχυποψία την κάρφωνε στην ευθεία του κυλιόμενου διαδρόμου του αεροδρομίου. Κανείς δεν την ακολουθούσε αλλά το πτερύγιο του αυτιού της άκουγε έναν να ρωτά που νομίζει πως πάει.  Χάνοντας την όρθια θέση της βρισκόταν ξαπλωμένη σε ιμάντα μεταφοράς τροφίμων. Προσπαθούσαν να την γεμίσουν σαν πλαστικό δοχείο με κοκκινιστά μπουτάκια κοτόπουλου. Έσκιζε τα χέρια της σε μεντεσέδες και γρανάζια και ξεβραζόταν σα σακί σε μια κενή αποθήκη. Ο τύπος με το τεράστιο κοπίδι της το έδινε για τον καρπό της. 

Σηκώθηκε ιδρωμένη. Τα φάρμακα ανέστειλαν τις κρίσεις πανικού η κατάθλιψη ξύπνησε όμως όπως πάντα ενοχλητικά ζεστή. Έξι χρόνια από την απόπειρα περπάτησε αυτά που έμαθε ότι περπάτησαν οι άλλοι. Αλλά δεν έφτασε. Ίσως γιατί η ευθεία καμπύλωσε σε κύκλο όταν άργησε. Όταν πέθανε. Κραύγασε «limbo» και πέταξε από το μπαλκόνι του 4ου.

Χάϊδευε το εισιτήριο του τρένου γελώντας. Ήμουν ελεύθερη.