Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Παραμύθι

Τρία φεγγάρια στοιχήθηκαν το ένα πίσω από το άλλο στον ουρανό του παλαιού, πλούσιου βασιλείου των γαϊδάρων τη νύχτα που πέρασε την πύλη του η οικογένεια των γουρουνιών.

Οι γάιδαροι ήταν αυτοί που όλοι γνωρίζουμε, ζώα επίμονα και παστρικά με εμμονή στην εργασία και το καθήκον.

Καλοί γεωργοί, άσσοι στο εμπόριο, προμήθευαν με τρόφιμα όλες τις γύρω περιοχές τα οποία αντάλλασσαν με σπόρους και εργαλεία.

Όμορφα, γεροδεμένα ζωντανά, με πολύ άσχημη φωνή. Μια γκαρίδα τους μπορούσε να τρομάξει στη στιγμή φίδια και κουκουβάγιες και ασβούς και κουνέλια. Γι’αυτό φρόντιζαν να σκέφτονται πολύ και να μιλούν λίγο.

Δεν συμπαθούσαν τους ξένους και οι ξένοι δεν τους συμπαθούσαν. Στη δική τους περιοχή τα γκαρίσματα ήταν αγάπη και τραγούδι και κουτσομπολιό, αλλά παραέξω τα άκουγαν άξεστα, επικίνδυνα, γρουσούζικα. Σαν μια καταστροφή σε ευαίσθητα αυτιά.

Η γαϊδουρόπολη είχε να θυμάται μόνο ειρηνικά χρόνια. Ο ήλιος ζέσταινε τη γη, τα σύννεφα την έβρεχαν και ο αέρας τη δρόσιζε. «Να πολεμήσεις ένα γάιδαρο δεν είχε ποτέ κέρδος» έλεγαν οι γείτονες, «ουέ έτσι και σε πιάσει στο στόμα του».

Οι Γουρουνόπουλοι τα γουρούνια ήταν γυρολόγοι. Κανένα μέλος της ιστορικής τους φαμίλιας δεν είχε μοχθήσει στα χωράφια, δεν είχε πουλήσει ή αγοράσει ή φτιάξει το παραμικρό. Ήταν όμως ροδαλοί και καλοζωισμένοι, ο μπαμπάς Γουρουνόπουλος φορούσε μια ακριβή ριγέ γραβάτα ενώ η πιο μικρή Γουρουνοπούλα είχε ένα κόκκινο φιόγκο που έδενε με χάρη το αριστερό αυτί.

Δεν έμεναν σε κανένα μέρος πολύ. Και από όπου έφευγαν, το έκαναν γρήγορα και χωρίς να ξαναγυρίσουν. Οι κοσμογυρισμένες κίσσες που τους συναντούσαν δω και κει ψιθύριζαν πως κάτω από το λιπαρό ροζ πετσί κρυβόταν ένα μεγάλο μυστικό που τους έκανε ανεπιθύμητους.

Αυτές πρόλαβαν και τα νέα για τους επισκέπτες στον γαϊδουροβασιλιά που έτρεξε να τους προλάβει. «Δεν έχουμε χώρο για επισκέπτες εδώ» γκάρισε ο σεβάσμιος μούλαρος στα είκοσι και κάτι γουρούνια που τώρα έπιναν νερό στην κεντρική βρύση της πλατείας.

Ο γραβατωμένος χοντρουλός πατριάρχης βγήκε μπροστά με σάλια να στάζουν από το ρύγχος του « Αγαπητέ, ήρθαμε εδώ να προσφέρουμε υπηρεσία. Είδαμε από μακριά τα βουνά με τα σαπισμένα φρούτα και κοπριά και σκουπίδια του τόπου σας. Συμβαίνει να είμαστε καθαριστές. Και θα σας απαλλάξουμε χωρίς κανένα κόστος».

Εδώ να σημειώσουμε πως ο παχουλός συνομιλητής του άρχοντα είχε δίκιο. Ναι μεν τα περιττώματα και τα υπολείμματα της παραγωγής που σάπιζε τα χρησιμοποιούσαν για λίπασμα στα χωράφια, αλλά οι γάιδαροι χέζουν πολύ και συχνά. Οι κοπριές και τα σκουπίδια λοιπόν γίνει βουνά μεγάλα τα οποία οι γκρι τετράποδοι δεν ήξεραν τι να κάνουν.
  
Πες, πες και ξαναπές, ο μούλαρος το σκέφτηκε το πράγμα. Ήταν στο βασιλικό του καθήκον να είναι οι υπήκοοί του καθαροί και παστρικοί και φροντισμένοι. Τόσο σκατό μόνο αρρώστιες θα μπορούσε να φέρει, σκέφτηκε. Γιατί να μη δεχτώ μια μικρή βοήθεια;

Άφηκε τα γουρούνια να μείνουν δίπλα στα λοφιά απ’τις σβουνιές και να καθαρίσουν ένα μεγάλο κομμάτι το οποίο και τους υπέδειξε αυστηρά με την απετάλωτη οπλή του. Και επειδή ήταν νύχτα και οι γάιδαροι δεν σκέφτονται καθαρά στο σκοτάδι, δεν τους έβαλε άλλους όρους για τη διαμονή τους.

Το επόμενο πράγμα που θυμάται ο γαϊδουροβασιλιάς είναι να πνίγεται στο αίμα του. Ο ηρωικός αρχηγός της πόλης δαγκωμένος στο λαιμό δεν μπόρεσε καν την διάσημη γκαρίδα του να βγάλει.

Κανένας γάιδαρος δεν γκάριξε εκείνο το βράδυ. Και ποτέ ξανά σε εκείνη την περιοχή δεν φάνηκαν γαϊδάροι.

Τα βουνά με τα σκατά εξαφανίστηκαν. Στο έδαφος δεν υπήρχε μισό σαπισμένο φύλλο. Οι σοδειές χάθηκαν, στα χωράφια δεν ξαναφύτρωσε ούτε τσουκνίδα. Στη βρύση της πλατείας έβγαινε μόνο λάσπη.

Μέσα σε μια νύχτα, χωρίς θόρυβο, μια παραμυθένια πολιτεία σβήστηκε από το χάρτη. Από είκοσι πολύ αθόρυβα, πολύ πεινασμένα γουρούνια.



Αφιερωμένο στη Χιονάτη

Και στο φίλο μου που έλεγε ότι ο μεγαλύτερος φίλος μιας κοινωνίας είναι η αποχέτευση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

και το λοιπόν, έχω να πω...